in Greek

Sorry, your browser doesn't support Java.

in English

Ελληνική μουσική ................................ΤΟ ΑΙΓΑΙΟ ΚΙ ΕΓΩ

Με ρωτάς για τη σχέση μου με τη θάλασσα; Θα σου πω. Λοιπόν άκουσε :

Εγώ γεννήθηκα μέσα στη θάλασσα του Αιγαίου. Μέσα σε ένα μεγάλο σάκο με αλμυρό νερό. Ήταν κι άλλοι εκεί. Τόσοι πολλοί που μπλεκόμασταν καθημερινά στα αχτένιστα μαλλιά της γριάς Φυκιάδας. Κι αυτή μας κυνηγούσε και μας φοβέριζε γιατί τσιμπούσαμε τις ψείρες από το τεράστιο κεφάλι της. –Σκουλήκια !!!! μας φώναζε και νόμιζε πως μας έβριζε.

Γνώρισα πολλά παιδιά και είχα πολλούς φίλους . Όμως μερικοί μας έλεγαν ιστορίες από έναν άλλο κόσμο, τη Στεριά. Μας έλεγαν πως έζησαν εκεί πριν πολλές χιλιάδες χρόνια και από καλή ή κακή τύχη ξαναγύρισαν στην αγκαλιά της μάνας μας το Αιγαίο. Τότε γνώρισα το Φρίξο με την αδελφή του την Έλλη , το Δαίδαλο με το γιο του τον Ίκαρο, τον Ιάσονα κι άλλους.

Περνούσε ανέμελα ο καιρός μέχρι που άρχιζαν να μου φυτρώνουν σιγά- σιγά χέρια και πόδια. Τότε αποφάσισα να βγω και να γνωρίσω τη Στεριά. Δεν ήμουν πια σκουλήκι ούτε πρωτόζωο. Γίνομαι επιτέλους άνθρωπος . Οι υπόλοιποι έμειναν εκεί κι ακόμα μαλώνουν με την γριά .

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα βαίνοντας ήταν το φως. Το κίτρινο, ζεστό, εκτυφλωτικό φως που σου καρφωνόταν μέσα στα μάτια. Δεν είχε καμιά σχέση με εκείνο το μπλε, δροσερό και διάχυτο φως της θάλασσας. Πριν καλά- καλά αποφασίσω σοβαρά την έξοδό μου είδα ένα χέρι τεράστιο, άσπρο, γλιστερό που μύριζε έντονα λαστιχίλα, να με αρπάζει και να με πετά στην ακτή. Μ’ ένα ψαλίδι έκοψε γρήγορα το λουρί που με έκανε ένα με την μάνα μου τη θάλασσα.

Αμέσως το δέρμα μου ξεράθηκε . Άρχισα να μεγαλώνω απότομα και τα λέπια μου έπεσαν χωρίς να ξαναβγούν. Γέμισα παντού τρίχες αηδιαστικές όπως τα μαλλιά της γριάς Φυκιάδας . Όσο και αν πήγαινα τακτικά στη θάλασσα, όσες ώρες κι αν κολυμπούσα μέσα στα καταγάλανα νερά της δεν μπόρεσα ποτέ να ξαναγίνω ψάρι. Ήταν όμως μια παρηγοριά στην μη αναστρέψιμη μετάλλαξή μου.


Στους ανθρώπους αρέσουν πολύ οι πόλεμοι. Έτσι κάποτε με πήραν φαντάρο και με πήγαν πάνω στο Πάϊκο όρος. Δεν υπήρχε νερό ούτε στάλα. Η σκόνη ξέραινε το δέρμα μου κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Ξέραινε το μυαλό μου, την ψυχή μου και έπαθα σύνδρομο στέρησης. Μ’ έπιασε πανικός και κόντεψα να πεθάνω. Έπαιρνα τα κιάλια κι έψαχνα τον ορίζοντα κατά το Νοτιά , εκεί που μου φαινόταν πως πότε- πότε μύριζε αλμύρα. Κανένα σημάδι.

Δε μου ’μενε τίποτα άλλο παρά να βάψω όλες τις πέτρες τριγύρω με λουλάκι και να ζωγραφίσω πάνω όλους τους αρχαίους φίλους μου, τα ψάρια και τη γριά Φυκιάδα που δεν τη φοβόμουν πια. Αντίθετα, την αποζητούσα να με κυνηγά και να με βρίζει. Μακάρι να ’μουν σκουλήκι. Πήρα και τη μάνικα από το βυτίο και κατάβρεχα τον Ουρανό μήπως και με λυπηθεί. Εκείνος μου το ‘στελνε πίσω σαν να μου έλεγε : << Εσύ το χρειάζεσαι περισσότερο>>.

Από τότε πια κατάλαβα πως κουβαλάω μέσα μου το Αιγαίο, τη θάλασσα. Αν με κόψεις σε δέκα κομμάτια, τα επτά είναι θάλασσα. Θάλασσα είναι το δάκρυ μου, Θάλασσα κι ο ιδρώτας μου. Κι εγώ είμαι ένα κομμάτι από τη μάνα μου. Δεν μπορώ χωρίς αυτή και πάντα γυρίζω εκεί, όποτε μπορώ, έστω και για λίγο.-

Μπάμπης Κοιλιάρης

Απόλλων Φρίξος Ιάσων Ίκαρος
home